Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύβειρος
Κύβελα
Κυβέλη
κυβέρνασις
κυβερνάτας
κυβερνατήρ
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνητέον
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβέρνιον
κύβερνος
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κύβη
κύβηβος
κυβηλίζω
View word page
κυβερνήτης
a steersman, helmsman, pilot

ShortDef

a steersman, helmsman, pilot

Debugging

Headword:
κυβερνήτης
Headword (normalized):
κυβερνήτης
Headword (normalized/stripped):
κυβερνητης
IDX:
50993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50994
Key:

Data

{'content': 'a steersman, helmsman, pilot'}