Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κύανος
κυανόστολος
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανώπης
κυανῶπις
κυανωπός
κυάνωσις
Κυαξάρης
κύαρ
κυβάζω
κυβαία
κυβάλης
κυβαλικός
κύβδα
κυβεία
κυβεῖον
κύβειρος
Κύβελα
Κυβέλη
View word page
κύαρ
a hole
ShortDef
a hole
Debugging
Headword:
κύαρ
Headword (normalized):
κύαρ
Headword (normalized/stripped):
κυαρ
IDX:
50975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50976
Key:
Data
{'content': 'a hole'}