Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυαμωνίτης
κυαναιγίς
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυαναυγής
κυαναῦλαξ
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανέω
κυανῖτις
κυανοβενθής
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυανόθριξ
κυανοκρήδεμνος
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπρῳρος
View word page
κυανέω
to be dark in colour

ShortDef

to be dark in colour

Debugging

Headword:
κυανέω
Headword (normalized):
κυανέω
Headword (normalized/stripped):
κυανεω
IDX:
50953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50954
Key:

Data

{'content': 'to be dark in colour'}