Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κυαμόσωρος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαμών
κυαμωνίτης
κυαναιγίς
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυαναυγής
κυαναῦλαξ
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
κυανέω
κυανῖτις
κυανοβενθής
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυανόθριξ
κυανοκρήδεμνος
View word page
κυαναῦλαξ
dark-furrowed

ShortDef

dark-furrowed

Debugging

Headword:
κυαναῦλαξ
Headword (normalized):
κυαναῦλαξ
Headword (normalized/stripped):
κυαναυλαξ
IDX:
50949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50950
Key:

Data

{'content': 'dark-furrowed'}