Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίκαρπος
ἀμφίκαρτος
ἀμφίκαυστις
ἀμφικεάζω
ἀμφίκειμαι
ἀμφικείρω
ἀμφικελεμνίς
ἀμφικέλεμνον
ἀμφίκερως
ἀμφικεύθω
ἀμφικέφαλος
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλαυτος
ἀμφικλάω
ἀμφικλινής
Ἄμφικλος
ἀμφικλύζω
ἀμφίκλυστος
ἀμφικνέφαλλος
ἀμφικνεφής
View word page
ἀμφικέφαλος
two-headed

ShortDef

two-headed

Debugging

Headword:
ἀμφικέφαλος
Headword (normalized):
ἀμφικέφαλος
Headword (normalized/stripped):
αμφικεφαλος
IDX:
5094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5095
Key:

Data

{'content': 'two-headed'}