Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτυπητής
κτύπος
κυαθιαῖος
κυαθίζω
κυαθίσκος
κύαθος
κυαθότης
κυαθώδης
κυαμευτός
κυαμεύω
κυαμιαῖος
View word page
κτυπητής
one who makes a noise

ShortDef

one who makes a noise

Debugging

Headword:
κτυπητής
Headword (normalized):
κτυπητής
Headword (normalized/stripped):
κτυπητης
IDX:
50922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50923
Key:

Data

{'content': 'one who makes a noise'}