Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτυπητής
κτύπος
κυαθιαῖος
κυαθίζω
κυαθίσκος
κύαθος
κυαθότης
κυαθώδης
κυαμευτός
κυαμεύω
View word page
κτυπέω
to crash

ShortDef

to crash

Debugging

Headword:
κτυπέω
Headword (normalized):
κτυπέω
Headword (normalized/stripped):
κτυπεω
IDX:
50921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50922
Key:

Data

{'content': 'to crash'}