Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτυπητής
κτύπος
κυαθιαῖος
κυαθίζω
κυαθίσκος
κύαθος
View word page
κτίτης
an inhabitant
ShortDef
an inhabitant
Debugging
Headword:
κτίτης
Headword (normalized):
κτίτης
Headword (normalized/stripped):
κτιτης
IDX:
50917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50918
Key:
Data
{'content': 'an inhabitant'}