Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτυπητής
κτύπος
κυαθιαῖος
View word page
κτιστός
wrought
ShortDef
wrought
Debugging
Headword:
κτιστός
Headword (normalized):
κτιστός
Headword (normalized/stripped):
κτιστος
IDX:
50914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50915
Key:
Data
{'content': 'wrought'}