Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
κτίστωρ
View word page
κτιλόω
to tame
ShortDef
to tame
Debugging
Headword:
κτιλόω
Headword (normalized):
κτιλόω
Headword (normalized/stripped):
κτιλοω
IDX:
50906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50907
Key:
Data
{'content': 'to tame'}