Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
κτιστύς
View word page
κτίλος
tame, docile, gentle

ShortDef

tame, docile, gentle

Debugging

Headword:
κτίλος
Headword (normalized):
κτίλος
Headword (normalized/stripped):
κτιλος
IDX:
50905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50906
Key:

Data

{'content': 'tame, docile, gentle'}