Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
κτιστός
View word page
κτιλεύω
make tame, tame
ShortDef
make tame, tame
Debugging
Headword:
κτιλεύω
Headword (normalized):
κτιλεύω
Headword (normalized/stripped):
κτιλευω
IDX:
50904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50905
Key:
Data
{'content': 'make tame, tame'}