Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτίστης
View word page
κτίζω
to found
ShortDef
to found
Debugging
Headword:
κτίζω
Headword (normalized):
κτίζω
Headword (normalized/stripped):
κτιζω
IDX:
50903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50904
Key:
Data
{'content': 'to found'}