Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
View word page
κτήτωρ
a possessor, owner

ShortDef

a possessor, owner

Debugging

Headword:
κτήτωρ
Headword (normalized):
κτήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κτητωρ
IDX:
50901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50902
Key:

Data

{'content': 'a possessor, owner'}