Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
View word page
ἀγκυλόκυκλος
curved in spires

ShortDef

curved in spires

Debugging

Headword:
ἀγκυλόκυκλος
Headword (normalized):
ἀγκυλόκυκλος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοκυκλος
IDX:
508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-509
Key:

Data

{'content': 'curved in spires'}