Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
Κτιμένη
κτίμενος
View word page
κτητικός
acquisitive

ShortDef

acquisitive

Debugging

Headword:
κτητικός
Headword (normalized):
κτητικός
Headword (normalized/stripped):
κτητικος
IDX:
50898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50899
Key:

Data

{'content': 'acquisitive'}