Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
κτιλόω
View word page
Κτησιφῶν
Ctesiphon

ShortDef

Ctesiphon

Debugging

Headword:
Κτησιφῶν
Headword (normalized):
κτησιφῶν
Headword (normalized/stripped):
κτησιφων
IDX:
50896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50897
Key:

Data

{'content': 'Ctesiphon'}