Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτίλος
View word page
κτῆσις
acquisition
ShortDef
acquisition
Debugging
Headword:
κτῆσις
Headword (normalized):
κτῆσις
Headword (normalized/stripped):
κτησις
IDX:
50895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50896
Key:
Data
{'content': 'acquisition'}