Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
View word page
κτήσιππος
possessing horses

ShortDef

Ctesippus
possessing horses

Debugging

Headword:
κτήσιππος
Headword (normalized):
κτήσιππος
Headword (normalized/stripped):
κτησιππος
IDX:
50894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50895
Key:

Data

{'content': 'possessing horses'}