Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
View word page
Κτήσιππος
Ctesippus

ShortDef

Ctesippus
possessing horses

Debugging

Headword:
Κτήσιππος
Headword (normalized):
κτήσιππος
Headword (normalized/stripped):
κτησιππος
IDX:
50893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50894
Key:

Data

{'content': 'Ctesippus'}