Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
View word page
κτησίβιος
possessing property

ShortDef

possessing property

Debugging

Headword:
κτησίβιος
Headword (normalized):
κτησίβιος
Headword (normalized/stripped):
κτησιβιος
IDX:
50891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50892
Key:

Data

{'content': 'possessing property'}