Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
Κτησιφῶν
κτητέος
View word page
κτηνοτρόφος
keeping cattle, pastoral

ShortDef

keeping cattle, pastoral

Debugging

Headword:
κτηνοτρόφος
Headword (normalized):
κτηνοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
κτηνοτροφος
IDX:
50887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50888
Key:

Data

{'content': 'keeping cattle, pastoral'}