Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
κτήσιος
Κτήσιππος
κτήσιππος
κτῆσις
View word page
κτηνοτροφέω
keep cattle
ShortDef
keep cattle
Debugging
Headword:
κτηνοτροφέω
Headword (normalized):
κτηνοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
κτηνοτροφεω
IDX:
50885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50886
Key:
Data
{'content': 'keep cattle'}