Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτηματικός
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνοτρόφος
κτηνώδης
κτησείδιον
Κτησίας
κτησίβιος
View word page
κτηνοβάτης
one guilty of bestiality

ShortDef

one guilty of bestiality

Debugging

Headword:
κτηνοβάτης
Headword (normalized):
κτηνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
κτηνοβατης
IDX:
50881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50882
Key:

Data

{'content': 'one guilty of bestiality'}