Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
View word page
κτηματοφύλαξ
estate bailiff, steward

ShortDef

estate bailiff, steward

Debugging

Headword:
κτηματοφύλαξ
Headword (normalized):
κτηματοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κτηματοφυλαξ
IDX:
50872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50873
Key:

Data

{'content': 'estate bailiff, steward'}