Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
View word page
κτηματικός
possessed of wealth, opulent

ShortDef

possessed of wealth, opulent

Debugging

Headword:
κτηματικός
Headword (normalized):
κτηματικός
Headword (normalized/stripped):
κτηματικος
IDX:
50871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50872
Key:

Data

{'content': 'possessed of wealth, opulent'}