Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
View word page
κτηδών
line of fissure

ShortDef

line of fissure

Debugging

Headword:
κτηδών
Headword (normalized):
κτηδών
Headword (normalized/stripped):
κτηδων
IDX:
50868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50869
Key:

Data

{'content': 'line of fissure'}