Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
View word page
κτεριστής
undertaker
ShortDef
undertaker
Debugging
Headword:
κτεριστής
Headword (normalized):
κτεριστής
Headword (normalized/stripped):
κτεριστης
IDX:
50867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50868
Key:
Data
{'content': 'undertaker'}