Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
View word page
κτενωτός
scalloped
ShortDef
scalloped
Debugging
Headword:
κτενωτός
Headword (normalized):
κτενωτός
Headword (normalized/stripped):
κτενωτος
IDX:
50861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50862
Key:
Data
{'content': 'scalloped'}