Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
κτῆμα
View word page
κτενοειδής
like a comb
ShortDef
like a comb
Debugging
Headword:
κτενοειδής
Headword (normalized):
κτενοειδής
Headword (normalized/stripped):
κτενοειδης
IDX:
50859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50860
Key:
Data
{'content': 'like a comb'}