Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτηδών
View word page
κτενιστός
combed, carded
ShortDef
combed, carded
Debugging
Headword:
κτενιστός
Headword (normalized):
κτενιστός
Headword (normalized/stripped):
κτενιστος
IDX:
50858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50859
Key:
Data
{'content': 'combed, carded'}