Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
κτερίσματα
View word page
κτενιστής
hairdresser

ShortDef

hairdresser

Debugging

Headword:
κτενιστής
Headword (normalized):
κτενιστής
Headword (normalized/stripped):
κτενιστης
IDX:
50856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50857
Key:

Data

{'content': 'hairdresser'}