Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτερίζω
View word page
κτενισμός
a combing
ShortDef
a combing
Debugging
Headword:
κτενισμός
Headword (normalized):
κτενισμός
Headword (normalized/stripped):
κτενισμος
IDX:
50855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50856
Key:
Data
{'content': 'a combing'}