Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
View word page
κτενιοποιός
combmaker
ShortDef
combmaker
Debugging
Headword:
κτενιοποιός
Headword (normalized):
κτενιοποιός
Headword (normalized/stripped):
κτενιοποιος
IDX:
50854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50855
Key:
Data
{'content': 'combmaker'}