Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κτάομαι
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
κτέρας
κτέρεα
View word page
κτενίον
a small comb
ShortDef
a small comb
Debugging
Headword:
κτενίον
Headword (normalized):
κτενίον
Headword (normalized/stripped):
κτενιον
IDX:
50853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50854
Key:
Data
{'content': 'a small comb'}