Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρωσσός
κτάντης
κτάομαι
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
κτενωτός
View word page
κτείς
a comb
ShortDef
a comb
Debugging
Headword:
κτείς
Headword (normalized):
κτείς
Headword (normalized/stripped):
κτεις
IDX:
50851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50852
Key:
Data
{'content': 'a comb'}