Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρώπιον
κρωσσός
κτάντης
κτάομαι
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
κτενοειδής
κτενοπώλης
View word page
κτείνω
to kill, slay
ShortDef
to kill, slay
Debugging
Headword:
κτείνω
Headword (normalized):
κτείνω
Headword (normalized/stripped):
κτεινω
IDX:
50850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50851
Key:
Data
{'content': 'to kill, slay'}