Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρῶμαξ
Κρῶμνα
κρώπιον
κρωσσός
κτάντης
κτάομαι
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
κτενισμός
κτενιστής
κτενιστικός
κτενιστός
View word page
κτεατιστός
gotten, acquired

ShortDef

gotten, acquired

Debugging

Headword:
κτεατιστός
Headword (normalized):
κτεατιστός
Headword (normalized/stripped):
κτεατιστος
IDX:
50848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50849
Key:

Data

{'content': 'gotten, acquired'}