Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρωβυλώδης
κρωγμός
κρώζω
κρωμακίσκος
κρῶμαξ
Κρῶμνα
κρώπιον
κρωσσός
κτάντης
κτάομαι
κτεανισμός
κτέανον
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτεατιστός
Κτέατος
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτενίον
κτενιοποιός
View word page
κτεανισμός
getting wealth

ShortDef

getting wealth

Debugging

Headword:
κτεανισμός
Headword (normalized):
κτεανισμός
Headword (normalized/stripped):
κτεανισμος
IDX:
50844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50845
Key:

Data

{'content': 'getting wealth'}