Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
κρυφαῖος
κρύφασος
κρυφῇ
κρυφία
κρυφιαστής
κρυφιμαίως
κρύφιος
κρυφιότης
κρυφιώδης
κρυφογενής
κρυφός
κρυψίγονος
κρυψίδομος
κρυψίλογος
κρυψιμέτωπος
κρυψίνοος
View word page
κρυφιμαίως
secretly

ShortDef

secretly

Debugging

Headword:
κρυφιμαίως
Headword (normalized):
κρυφιμαίως
Headword (normalized/stripped):
κρυφιμαιως
IDX:
50814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50815
Key:

Data

{'content': 'secretly'}