Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
κρυφαῖος
κρύφασος
κρυφῇ
κρυφία
κρυφιαστής
κρυφιμαίως
κρύφιος
κρυφιότης
κρυφιώδης
κρυφογενής
View word page
κρύφα
without the knowledge of

ShortDef

without the knowledge of

Debugging

Headword:
κρύφα
Headword (normalized):
κρύφα
Headword (normalized/stripped):
κρυφα
IDX:
50808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50809
Key:

Data

{'content': 'without the knowledge of'}