Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
κρυφαῖος
κρύφασος
κρυφῇ
κρυφία
κρυφιαστής
View word page
κρυσταλλόομαι
to be frozen
ShortDef
to be frozen
Debugging
Headword:
κρυσταλλόομαι
Headword (normalized):
κρυσταλλόομαι
Headword (normalized/stripped):
κρυσταλλοομαι
IDX:
50803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50804
Key:
Data
{'content': 'to be frozen'}