Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυπτή
κρυπτήριος
κρύπτης
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
κρυφαῖος
κρύφασος
View word page
κρυστάλλινος
of crystal, crystalline

ShortDef

of crystal, crystalline

Debugging

Headword:
κρυστάλλινος
Headword (normalized):
κρυστάλλινος
Headword (normalized/stripped):
κρυσταλλινος
IDX:
50800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50801
Key:

Data

{'content': 'of crystal, crystalline'}