Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυπτεύω
κρυπτή
κρυπτήριος
κρύπτης
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
κρυφαῖος
View word page
κρυσταλλίζω
to be clear as crystal

ShortDef

to be clear as crystal

Debugging

Headword:
κρυσταλλίζω
Headword (normalized):
κρυσταλλίζω
Headword (normalized/stripped):
κρυσταλλιζω
IDX:
50799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50800
Key:

Data

{'content': 'to be clear as crystal'}