Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
View word page
ἀγκυλοκοπέω
hamstring
ShortDef
hamstring
Debugging
Headword:
ἀγκυλοκοπέω
Headword (normalized):
ἀγκυλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοκοπεω
IDX:
507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-508
Key:
Data
{'content': 'hamstring'}