Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυπτέον
κρυπτεύω
κρυπτή
κρυπτήριος
κρύπτης
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρύφα
View word page
κρυσταίνομαι
to be congealed with cold, freeze

ShortDef

to be congealed with cold, freeze

Debugging

Headword:
κρυσταίνομαι
Headword (normalized):
κρυσταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κρυσταινομαι
IDX:
50798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50799
Key:

Data

{'content': 'to be congealed with cold, freeze'}