Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρυπτεία
κρυπτέον
κρυπτεύω
κρυπτή
κρυπτήριος
κρύπτης
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
View word page
κρύπτω
to hide, cover, cloak

ShortDef

to hide, cover, cloak

Debugging

Headword:
κρύπτω
Headword (normalized):
κρύπτω
Headword (normalized/stripped):
κρυπτω
IDX:
50797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50798
Key:

Data

{'content': 'to hide, cover, cloak'}