Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρυμοχαρής
κρυμώδης
κρυμώσσω
κρυόεις
κρυόομαι
κρύος
κρυπτάδιος
κρυπτεία
κρυπτέον
κρυπτεύω
κρυπτή
κρυπτήριος
κρύπτης
κρυπτικός
κρυπτίνδα
κρύπτορχος
κρυπτός
κρύπτω
κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
View word page
κρυπτή
crypt, vault
ShortDef
crypt, vault
Debugging
Headword:
κρυπτή
Headword (normalized):
κρυπτή
Headword (normalized/stripped):
κρυπτη
IDX:
50790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50791
Key:
Data
{'content': 'crypt, vault'}