Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρουσμός
κρουστέον
κρούστης
κρουστικός
κρουστός
κρούω
κρύβδα
κρύβδαν
κρύβδην
κρύβηλος
κρυερός
κρυμαίνω
κρυμαλέος
κρυμοπαγής
κρυμός
κρυμοχαρής
κρυμώδης
κρυμώσσω
κρυόεις
κρυόομαι
κρύος
View word page
κρυερός
icy, chilling
ShortDef
icy, chilling
Debugging
Headword:
κρυερός
Headword (normalized):
κρυερός
Headword (normalized/stripped):
κρυερος
IDX:
50775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50776
Key:
Data
{'content': 'icy, chilling'}