Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κρούπεζαι
κρουπεζόομαι
κρουπεζοφόρος
κρουσιδημέω
κρουσίθυρος
κρουσιλύρης
κρουσιμετρέω
κρουσιμέτρης
κροῦσις
Κρουσίς
κρουσμός
κρουστέον
κρούστης
κρουστικός
κρουστός
κρούω
κρύβδα
κρύβδαν
κρύβδην
View word page
κροῦσις
a striking, smiting

ShortDef

a striking, smiting

Debugging

Headword:
κροῦσις
Headword (normalized):
κροῦσις
Headword (normalized/stripped):
κρουσις
IDX:
50763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50764
Key:

Data

{'content': 'a striking, smiting'}